Περιοχές συνδεδεμένες με την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση αιώνες τώρα, με αμπελώνες που απλώνονται σε βουνίσιες πλαγιές και παράγουν τα εκλεκτά Π.Ο.Π θεσσαλικά κρασιά.
Περιοχές συνδεδεμένες με την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση αιώνες τώρα, με αμπελώνες που απλώνονται σε βουνίσιες πλαγιές και παράγουν τα εκλεκτά Π.Ο.Π θεσσαλικά κρασιά.
Περιοχές συνδεδεμένες με την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση αιώνες τώρα, με αμπελώνες που απλώνονται σε βουνίσιες πλαγιές και περιβάλλονται από δάση και ποταμούς, που δέχονται την επίδραση της θάλασσας, στοιχεία που μαζί με τις καλλιεργήσιμες ποικιλίες και τις οινοποιητικές τεχνικές δίνουν τα εξαιρετικής ποιότητας Π.Ο.Π κρασιά της Θεσσαλίας.
Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Άγγλος περιηγητής Ληκ χαρακτηρίζει το κρασί της Ραψάνης, ως ένα από τα καλύτερα όλης της Ελλάδας. Με μακρά αμπελουργική παράδοση, οι αμπελώνες της Ραψάνης σήμερα παράγουν εκλεκτά κρασιά από νωπά σταφύλια των ποικιλιών «Ξινόμαυρο» «Κρασάτο», και «Σταυρωτό» απ’ όπου προέρχεται και το γνωστό κρασί με Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας «Ραψάνη». Η Ραψάνη αποτελεί και σταθμό στους Δρόμους του Κρασιού της Βορείου Ελλάδας.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η αμπελοκαλλιέργεια ανθεί στη Ραψάνη και παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, το χωριό βασίζεται οικονομικά στην παραγωγή μετάξης και κρασιού. Στα μέσα του 20ου αιώνα ξεκίνησε η αναμπέλωση, συνεχίζοντας τη παράδοση της παραγωγής του ποιοτικού ραψανιώτικου οίνου. Ως αμπελότοπος δεν είναι τυχαίο, πως τα παλαιότερα χρόνια, σχεδόν κάθε οικογένεια παρήγαγε δικό της κρασί, που φύλαγε στα λεγόμενα βαένια, όπως θα σας διηγηθούν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Με ένα λαμπερό, βαθυκόκκινο ή ρουμπινί χρώμα, υψηλή αρωματική ένταση και καθαρότητα, με βελούδινη γεύση και με επίγευση μεγάλης διάρκειας, ο συνδυασμός των τριών ποικιλιών δίνει οίνους με μαλακές τανίνες, αντοχή στο χρόνο και αρωματική πολυπλοκότητα, δικαιολογώντας απόλυτα τη βράβευση του οίνου Π.Ο.Π. Ραψάνη σε διεθνείς διαγωνισμούς. Μάλιστα, τα κρασιά της Ραψάνης είναι από τα λίγα Π.Ο.Π ελληνικά κρασιά που γίνεται συχνή χρήση των όρων Reserve (τουλάχιστον δυο χρόνια ωρίμασης) και Grande Reserve (τουλάχιστον τρία χρόνια ωρίμασης).
Η αμπελουργική ζώνη της Ραψάνης καταλαμβάνει τις νότιες πλαγιές του Ολύμπου, σε υψόμετρο που φτάνει τα 800 μέτρα και κατεβαίνει μέχρι την Κοιλάδα των Τεμπών, περιλαμβάνοντας τα Δημοτικά Διαμερίσματα της Ραψάνης, του Πυργετού και του Κοινοτικού Διαμερίσματος Αμπελακίων.
Τα αμπέλια τοποθετημένα στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου διασχίζονται από τον Πηνειό, περιβάλλονται στα βόρεια από τις δασικές εκτάσεις του Κάτω Ολύμπου και στα νότια από τα δάση του Κισσάβου ενώ ανατολικά δέχονται την επίδραση της θάλασσας.
Η νοτιοανατολική έκθεση του αμπελώνα, η γειτνίαση με τα δάση και τον Πηνειό, το ανάγλυφο του εδάφους, η επίδραση της θάλασσας συμβάλλουν στην επικράτηση ενός χερσαίου μεσογειακού μικροκλίματος, που χαρακτηρίζεται από ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι. Οι συνθήκες αυτές βοηθούν στην βραδύτερη ωρίμανση των σταφυλιών, στη σύστασή τους κατά τη διαδικασία της τεχνολογικής ωρίμανσης, δίνοντας το ποιοτικό ραψανιώτικο κρασί.
Η αμπελουργική ζώνη Π.Ο.Π Μεσενικόλα βρίσκεται στις πλαγιές της οροσειράς των Αγράφων, σε υψόμετρο μέχρι 750 μέτρα περιλαμβάνοντας αμπελώνες φυτεμένους στις περιοχές των Τοπικών Κοινοτήτων Μοσχάτου, Μεσενικόλα και Μορφοβουνίου του Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, που ανήκει στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας.
Η συγκεκριμένη περιοχή είναι εδώ και αιώνες συνδεδεμένη με την αμπελοκαλλιέργεια αποτελώντας παραδοσιακή ασχολία των κατοίκων. Μάλιστα κάποιες ποικιλίες, όπως το Μαύρο Μεσενικόλα, καλλιεργούνταν στην περιοχή ήδη από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Από το 1525, με τη συνθήκη του Ταμασίου, αναγνωρίζεται η αυτονομία των χωριών των Αγράφων από την Οθωμανική κυριαρχία, με αποτέλεσμα την ελεύθερη καλλιέργεια των αμπελώνων και την οινοπαραγωγή. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, πολλοί είναι οι ξένοι περιηγητές, που κάνουν μνεία στα κρασιά της περιοχής, τα οποία αποκτούν εξαιρετική φήμη λόγω της ποιότητας τους.
Ο Π.Ο.Π οίνος Μεσενικόλα παράγεται μόνο από νωπά σταφύλια των ποικιλιών Μαύρο Μεσενικόλα, που οινοποιείται μαζί με τις διεθνείς ποικιλίες CARIGNAN και SYRAH, οι οποίες εγκλιματίστηκαν τέλεια στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής. Ενδιαφέρον έχει η προέλευση του ονόματος της ποικιλίας Μεσενικόλα αλλά και του ομώνυμου χωριού, όνομα που σύμφωνα με την παράδοση, άνηκε σε κάποιον Monsieur Nicolas (Μεσιέ Νικόλα-Μεσενικόλας), γεννημένο στη Γαλλία, ο οποίος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή και συστηματοποίησε την αμπελοκαλλιέργεια της.
Ένα κόκκινο κρασί, με έντονο ρουμπινί χρώμα, με σύνθετο άρωμα φρούτων του δάσους, με νότες πιπεριού, που συνοδεύεται από αρώματα βανίλιας και μπαχαρικών, αποτέλεσμα της παλαίωσης σε δρύινα βαρέλια, με ισορροπημένη γεύση, μαλακές τανίνες και βελούδινη αρωματική επίγευση, χαρακτηριστικά που γεννά το πάντρεμα της µακρόχρονης αµπελοοινικής παράδοσης με τη σύσταση του εδάφους το μικροκλίμα της περιοχής, τις καλλιεργούμενες ποικιλίες και τις οινοποιητικές τεχνικές.
Ο Π.Ο.Π. οίνος Μεσενικόλα είναι ένα εξαιρετικής ποιότητας κρασί, που σίγουρα θα απολαύσετε ενώ στην περιοχή διασώθηκαν και άλλες σπάνιες ποικιλίες, όπως η Λημνιώνα και το Ροζακί, που δείχνουν και τον ποικιλιακό πλούτο των αμπελώνων των Αγράφων.
Λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Βόλου είναι χτισμένη η κωμόπολη της Νέας Αγχιάλου, σε μια περιοχή, όπου ήδη από την περίοδο της προϊστορίας, οι δεσμοί με την αμπελοκαλλιέργεια και το κρασί είναι άρρηκτοι. Από τότε μέχρι και σήμερα, η παραγωγή κρασιού συνεχίζεται αδιάκοπα στην περιοχή, δίνοντας εκλεκτά κρασιά και αποστάγματα.
Σημαντική θέση στην αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρασιού έπαιξαν οι Έλληνες πρόσφυγες, που έφυγαν από την Ανατολική Ρωμυλία στα 1908 και ήρθαν να εγκατασταθούν στη Νέα Αγχίαλο, στο Αϊδίνι και τις Μικροθήβες φέρνοντας μαζί τους τη γνώση, την αγάπη και το μεράκι τους για το κρασί. Οι ίδιοι θα συστήσουν συνεταιρισμό το 1918, ο οποίος το 1981 θα λάβει άδεια εμφιάλωσης κρασιού Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας με την ονομασία Αγχίαλος.
Σήμερα η Νέα Αγχίαλος αποτελεί μια σημαντική περιοχή παραγωγής κρασιού με τους αμπελώνες να φτάνουν συνολικά τα 4000 στρέμματα. Οι αμπελώνες του οίνου Π.Ο.Π. Αγχίαλος περιλαμβάνουν τις κοινότητες της Νέας Αγχιάλου, των Μικροθηβών, του Αϊδινίου και του Κροκίου.
Τα αμπέλια φυτεμένα στη νοτιοανατολική πλευρά της Θεσσαλίας σε υψόμετρα από 100 έως και 250 μ. αλλά και απλωμένα μερικά μέχρι τη θάλασσα, επηρεάζονται από τους υγρούς άνεμους, που πνέουν από τον Παγασητικό. Τα δροσερά καλοκαίρια και οι ήπιοι χειμώνες, που χαρακτηρίζουν την περιοχή, η νοτιοανατολική έκθεση του αμπελώνα, η γειτνίαση με τη θάλασσα αλλά και με δασικές εκτάσεις, το ανάγλυφο του εδάφους δίνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο Π.Ο.Π κρασί Αγχίαλος.
Ένας λευκός ξηρός οίνος με γλυκά αρώματα ζύμωσης, συνδυασμένα με τα αρώματα των ώριμων εσπεριδοειδών, με τη φρουτώδη γεύση και τα μέτριας έντασης αρώματα κατά την επίγευση. Τα χαρακτηριστικά αυτά οφείλονται κατά κύριο λόγο στις ελληνικές γηγενείς ποικιλίες από τις οποίες παράγεται, το Σαββατιανό και τον Ροδίτη με συνοποίηση των δύο αυτών ποικιλιών ή ανάμιξη τους.
Στη Ραψάνη, το Μεσενικόλα και στη Νέα Αγχίαλο κάθε καλοκαίρι διοργανώνεται Γιορτή Κρασιού, με πολιτιστικές δράσεις, γλέντι, μουσική, παραδοσιακούς χορούς και, φυσικά, άφθονο κρασί.